- χαμάζε
- Αεπίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις*, χαμαί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. -ζε* κατά τα Ἀθήν-ᾱζε, θύρ-ᾱζε].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμᾶζε — to the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμᾶζ' — χαμᾶζε , χαμᾶζε to the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ζε — (Α) αχώριστο μόριο που μπαίνει στο τέλος λέξεων και δηλώνει κίνηση προς μια κατεύθυνση («Ἀθήναζε» προς την Αθήνα, «Θήβαζε», «θύραζε» αντί «Ἀθήνασδε» «Θήβασδε», «θύρασδε», αλλὰ κάποτε και με ονόματα ενικού αριθμού: «Ὀλυμπίαζε», «Μουνυχίαζε»,… … Dictionary of Greek
έρα — (I) ἔρα, ἡ (Α) 1. η γη 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. ero «γη», ουαλ. er w «αγρός», γοτθ. airpa «γη» κ.ά. Η ύπαρξη παράγωγου επίρρ. έρα ζε οδήγησε στην ερμηνεία τής γλώσσας τού Ησυχίου έρας ως ουδετέρου, ενώ, κατ’ άλλους,… … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… … Dictionary of Greek
χαμάθεν — και χαμαῑθεν Α επίρρ. χαμόθεν*. από κάτω («κάρφος χαμᾱθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί* + επιρρμ. κατάλ. θε(ν)*. Ο τ. χαμᾱθεν αναλογικά προς το χαμᾱζε] … Dictionary of Greek
ĝhðem-, ĝhðom-, gen. ĝh(ð)m-es — ĝhðem , ĝhðom , gen. ĝh(ð)m es English meaning: earth Deutsche Übersetzung: “Erde, Erdboden” Note: It was developed from the zero grade, from where the simple anlaut ĝh also in lengthened grade spread forms (about O.Ind.… … Proto-Indo-European etymological dictionary